-
1 κατηρεφης
21) закрытый сверху, крытый(κλισίαι, σηκοί Hom.; σμήνεα, σίμβλοι Hes.)
δάφνῃσι κατηρεφὲς σπέος Hom. — осененная лаврами пещера;ἐν κατηρεφεῖ πέτρῳ Soph. — в полой скале, т.е. в пещере;κ. τύμβος Soph. — сводчатая могила, склеп;κῦμα κατηρεφές Hom. — высокий морской вал2) покрытыйὀρθὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα τιθέναι Aesch. — выпрямлять ногу или закрывать ее (одеждой), т.е. ходить или сидеть (неподвижно)
См. также в других словарях:
κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… … Dictionary of Greek